καρυώτης

καρυώτης
καρυώτης ο
кариот – монах, проживающий в Карее

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καρυώτης" в других словарях:

  • Καριανός ή Καρυώτης, Φραγκιός — Αγωνιστής του 1821 από το Καρέ της Κρήτης. Ο Κ. πήρε μέρος στον αγώνα από την αρχή της Επανάστασης και συμμετείχε σε πολλές μάχες όπου διακρίθηκε για την τόλμη και την ανδρεία του. Ως οπλαρχηγός των συμπατριωτών του πολέμησε σε όλες τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»